τσεκουρώνω

τσεκουρώνω
Ν [τσεκούρι]
1. χτυπώ με τσεκούρι
2. μτφ. α) τιμωρώ αυστηρά
β) (σχετικά με μαθητές)
i) βαθμολογώ υπερβολικά αυστηρά
ii) απορρίπτω σε εξετάσεις λόγω υπερβολικής αυστηρότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσεκουρώνω — τσεκουρώνω, τσεκούρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τσεκουρώνω — τσεκούρωσα, τσεκουρώθηκα, τσεκουρωμένος, και τσικουρώνω 1. χτυπώ, κόβω με τσεκούρι. 2. μτφ., τιμωρώ σκληρά, επιβάλλω αυστηρή ποινή: Τον τσεκούρωσαν πέντε χρόνια εξορία. 3. απορρίπτω μαθητές στις εξετάσεις: Μας τσεκούρωσε αυτός ο καθηγητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσεκούρωμα — το, Ν [τσεκουρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσεκουρώνω …   Dictionary of Greek

  • τσικουρώνω — βλ. τσεκουρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”